μαλακτιάνω

μαλακτιάνω
μαλακτιάνω και μαλακτιαίνω και μαλακτιαινίσκω (Μ)
1. μαλακώνω, απαλύνω
2. κατευνάζω, καταπραΰνω
3. γίνομαι μαλακός, απαλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαλακτιάνω < μαλακτός + κατάλ. -ιάνω. Το ρ. μαλακτιαίνω < μαλακτός + κατάλ. -ιαίνω (πρβλ. υγιαίνω), ενώ το ρ. ἀλακτιαινίσκω είναι μεταπλασμένος τ. τού μαλακτιαίνω με τη θαμιστική κατάλ. -ίσκω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”